πετσί — το / πετζίν, ΝΜ 1. δέρμα ανθρώπου ή ζώου, επιδερμίδα 2. κατεργασμένο δέρμα ζώου νεοελλ. φρ. α) «είναι πετσί και κόκαλο» είναι πάρα πολύ αδύνατος β) «τά γνωρίσαμε στο πετσί μας» έχουμε προσωπική, επώδυνη πείρα γ. «σηκώθηκε το πετσί μου» ένιωσα… … Dictionary of Greek
πετσιάζω — Ν [πετσί] 1. καθιστώ κάτι σκληρό σαν πετσί 2. γίνομαι σκληρός σαν πετσί 3. καλύπτεται η επιφάνειά μου από κρούστα … Dictionary of Greek
αγναφόπετσο — και πέτσι, το το ατελώς κατεργασμένο ή ακατέργαστο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγναφος + πετσί] … Dictionary of Greek
πέτσινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από πετσί, δερμάτινος («πέτσινα γάντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
πετσοκόβω — Ν 1. κόβω σε μικρά κομμάτια σαν πετσί 2. κατασφάζω, φονεύω με αγριότητα 3. μτφ. κάνω σημαντικές περικοπές σε κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες, μισθούς και αποδοχές με αδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κόβω] … Dictionary of Greek
πετσοκόμματο — το, Ν κομμάτι από πετσί, από δέρμα ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κομμάτι] … Dictionary of Greek
αδρόπετσος — η, ο 1. αυτός που έχει σκληρή, τραχιά επιδερμίδα, ο χοντρόπετσος 2. ασυνείδητος, αφιλότιμος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + πετσί. ΠΑΡ. αδροπετσιάζω] … Dictionary of Greek
αλογοπέτσι — και αλογόπετσο, το δέρμα αλόγου, αλογοτόμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + πετσί] … Dictionary of Greek
αυτόκωλος — αὐτόκωλος, ον (Α) [κώλον] (για πρόσωπα) υπερβολικά αδύνατος, πετσί και κόκαλο … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek